- ουθατόεις
- οὐθατόεις, -εσσα, -εν (Α)1. ουθάτιος*2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, -ατος «μαστός» + κατάλ. -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐθατόεντα — οὐθατόεις fruitful neut nom/voc/acc pl οὐθατόεις fruitful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσης — οὐθατόεις fruitful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσα — οὐθατόεις fruitful fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσαν — οὐθατόεις fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσας — οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem acc pl οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)